- συμπολιτεύομαι
- ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμπολιτεύω Α [συμπολίτης]νεοελλ.1. ανήκω στην συμπολίτευση2. (για νόμους ή θεσμούς) ισχύω παράλληλα με άλλονμσν.-αρχ.1. είμαι μέλος τής ίδιας πολιτείας, ανήκω στην ίδια πολιτεία με άλλον2. είμαι στενά συνδεδεμένοςαρχ.1. ρυθμίζω την πολιτική και την τακτική μου ανάλογα με κάποιον άλλο («μηδενὶ συμπολιτευόμενοι τοσαύτην ἤγομεν ἡσυχίαν», Δημοσθ.)2. κατέχω το ίδιο δημόσιο αξίωμα με άλλον3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ συμπολιτευόμενοιοι συμπολίτες4. ενεργ. συμπολιτεύωζω ως πολίτης τής ίδιας πολιτείας μαζί με άλλους.
Dictionary of Greek. 2013.